Η δημιουργία µιας μεταφερόμενης έκθεσης, που θα µπορεί να ταξιδέψει σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, ήταν ταυτόχρονα µια ιδέα δύσκολη στη πραγµατοποίησή της αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα.
Τόσο η ομάδα των μουσειολόγων όσο και των μουσειογράφων που συγκροτήθηκε είχαν να απαντήσουν στα εξής βασικά ερωτήματα: Πώς ένα εξειδικευμένο θέµα, όπως το συγκεκριμένο, µπορεί να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό; Πώς, δηλαδή, η εξειδικευμένη διαδικασία της έρευνας και τα αποτελέσµατά της µπορούν να απλοποιηθούν έτσι ώστε να είναι κατανοητά στον επισκέπτη της έκθεσης; Και με ποιόν τρόπο θα γίνει ο χωροθετικός σχεδιασμός της έκθεσης ώστε να προσαρμόζεται εύκολα στον οποιοδήποτε εκθεσιακό χώρο χωρίς να διακόπτεται η ροή της πληροφορίας;
Οι παραπάνω προβληματισμοί απαντήθηκαν µέσα από συνεχείς διαδικασίες επεξεργασίας και πειραµατισµών µε την ίδια την πληροφορία και τον τρόπο µετάδοσής της. Η µελέτη των πληροφοριών οδήγησε στον προσδιορισµό τριών θεµατικών ενοτήτων: την ανασκαφή, την έρευνα του σκελετικού και οδοντικού υλικού και την ανάπλαση του προσώπου. Πάνω σε αυτή την τριµερή δοµή εξελίχθηκε τόσο η µουσειολογική όσο και η μουσειογραφική µελέτη.
Αξιοποιώντας το ψηφιακό λεξιλόγιο της σύγχρονης εποχής, αλλά συγχρόνως διατηρώντας την ίδια εγγενή ανάγκη για επικοινωνία, η µουσειολογική οµάδα ευελπιστεί να µεταφέρει την εµπειρία της αναµόχλευσης του παρελθόντος και να δηµιουργήσει µία αµφίδροµη, γνωσιακή και συναισθηµατική, δίοδο στο παρόν, αναζητώντας µύστες για µία άυλη τελετουργία.
Μουσειολογική μελέτη, σχεδίαση και γενική επιμέλεια από τον Χαράλαμπο Χάιτα (Μουσειολόγος - Αρχιτέκτων Μηχανικός)